συνοικέσιο(ν)

συνοικέσιο(ν)
το сватание, сватовство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνοικέσιο(ν)" в других словарях:

  • συνοικέσιο — το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α [συνοίκησις] νεοελλ. διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό μσν. αρχ. 1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας 2. (ιδίως) γάμος …   Dictionary of Greek

  • συνοικέσιο — το προξενιό: Άνοιξε γραφείο συνοικεσίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • έσμιξη — η [σμίγω] 1. σμίξη, συνάντηση 2. συνοικέσιο, γάμος …   Dictionary of Greek

  • ορμάζω — ὁρμάζω (ΑΜ) αρραβωνιάζω μσν. (μέσ. και παθ.) ὁρμάζομαι α) (για άντρα) συνάπτω συνοικέσιο με γυναίκα β) (για γυναίκα) παντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. ἁρμόζω με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] …   Dictionary of Greek

  • παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] …   Dictionary of Greek

  • προξενειό — και προξενιό, το, Ν 1. μεσολάβηση για συνοικέσιο, για αμοιβαία συγκατάθεση σύναψης γάμου 2. μεσολάβηση για σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. προξενώ] …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριά — η / συμπε(ν)θερία, ΝΜ [συμπέ(ν)θερος] 1. η εξ αγχιστείας συγγένεια 2. συνεκδ. συνοικέσιο, προξενιό …   Dictionary of Greek

  • συνοικήσιον — τὸ, Α βλ. συνοικέσιο …   Dictionary of Greek

  • συνοικισία — ἡ, Α [συνοικίζω] 1. συνοικισμός 2. συνοικέσιο …   Dictionary of Greek

  • συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»